- μηλοσφαγία
- μηλοσφαγία, ἡ (Α) [μηλοσφάγος]η σφαγή τών προβάτων για θυσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηλοσφαγίαι — μηλοσφαγίᾱͅ , μηλοσφαγία sacrifice of sheep fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλοσφαγίαις — μηλοσφαγία sacrifice of sheep fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)